Νυσήιος — Νυσήϊος , Νῦσα Nysa masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νυσηίδες — Νυσηΐδες, αἱ (Α) [Νυσήϊος] Νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, με τον οποίο απεικονίζονται συνήθως σε αγγεία, ανάγλυφα κ.λπ … Dictionary of Greek